νούφαρο

νούφαρο
[νούφαρ (-ρος)] τό бот. кувшинка, водяная лилия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "νούφαρο" в других словарях:

  • νούφαρο — Κοινή ονομασία πολυετών υδρόβιων φυτών, της οικογένειας των Νυμφαιιδών, που έχουν ρίζωμα παχύ, φύλλα επιπλέοντα ή πάνω από το νερό, και άνθη επιπλέοντα. Πολυάριθμα είναι τα καλλωπιστικά είδη, που καλλιεργούνται και διακοσμούν, με τα εντυπωσιακά… …   Dictionary of Greek

  • νούφαρο — το είδος υδρόβιου ή ελόβιου φυτού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νουφαροζούλαπον — νουφαροζούλαπον, τὸ (Μ) αφέψημα το οποίο παρασκευαζόταν από το φυτό νούφαρο για τις θεραπευτικές του ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < νούφαρο + ζουλάπι(ν) «φαρμακευτικό ρόφημα» (πρβλ. ιο ζούλαπον)] …   Dictionary of Greek

  • μηνάνθος — μηνάνθος, ὁ (Α) το φυτό νυμφαία, το νούφαρο …   Dictionary of Greek

  • υδροβιολογία — Κλάδος της βιολογίας, που ασχολείται ειδικά με τους ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς που ζουν μέσα στο νερό, είτε θαλασσινό, είτε γλυκό. Η υ. ερευνά επίσης και την επίδραση που έχει το νερό πάνω στους οργανισμούς αυτούς. Στη μελέτη της υ.… …   Dictionary of Greek

  • βικτορία — (victoria).Γένος δικοτυλήδονων πολυετών, γιγαντιαίων, υδροχαρών φυτών της οικογένειας των νυμφαιιδών (nymphaeaceae), που συναντώνται στους ποταμούς της ζώνης του Ισημερινού και στη νότια Αφρική. Έχουν σαρκώδες, κυλινδρικό ρίζωμα σφηνωμένο μέσα… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Λάππα — Στο Κέντρο Πληροφόρησης της λιμνοθάλασσας Κοτυχίου και του δάσους της Στροφυλιάς, που λειτουργεί από το 1998 στο χωριό Λάππας, σε απόσταση πέντε περίπου χιλιομέτρων από τον πυρήνα του υγρότοπου, μπορείτε, στο πλαίσιο της γενικότερης πληροφόρησής… …   Dictionary of Greek

  • νελούμβιο — Πολυετές υδρόβιο φυτό της οικογένειας των Νυμφαιιδών (δικοτυλήδονα)·. Η επιστημονική του ονομασία είναι νελούμβιο το κομψό. Έχει ριζωματώδη, σαρκώδη βλαστό, που έρπει στον πυθμένα των λιμνών και δίνει μακρόμισχα, ασπιδοειδή, κυκλικά φύλλα, που… …   Dictionary of Greek

  • νυμφαιίδες — (nymphaeaceae). Οικογένεια υδρόβιων φυτών με πολύ μεγάλα φύλλα, που επιπλέουν στην επιφάνεια λιμνών και δεξαμενών. Τα βράκτεια, οι στήμονες και τα καρπόφυλλά τους, υπάρχουν σε ακαθόριστο αριθμό και έχουν σπειροειδή διάταξη. Η οικογένεια αριθμεί… …   Dictionary of Greek

  • πέταλα — Ιδιόμορφα φύλλα (ανθόφυλλα) που συνθέτουν τη στεφάνη του άνθους. Κάθε π. αποτελείται από ένα τμήμα πιο πλατύ, το έλασμα ή πλάτυσμα, και ένα πιο στενό, τον όνυχα, με τον οποίο στερεώνεται στην ανθοδόχη· σε μερικά άνθη ο όνυχας λείπει. Το χείλος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»